χιονοδρομία

χιονοδρομία
η лыжные соревнования

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χιονοδρομία" в других словарях:

  • χιονοδρομία — Άθλημα. Bλ. λ. σκι. * * * η, Ν (αθλ.) ψυχαγωγική ασχολία, άθλημα και μέθοδος μετακίνησης που αξιοποιούν την κίνηση πάνω στο χιόνι με τη χρήση ζεύγους επίπεδων επιμηκών πεδίλων, τών χιονοπεδίλων, τα οποία συνδέονται στα υποδήματα τού χιονοδρόμου,… …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρομία — η αγώνας διολίσθησης και αλμάτων πάνω στο χιόνι με χιονοπέδιλα και χιονολισθητήρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιονοδρομικός — ή, ό, Ν [χιονοδρόμος ή χιονοδρομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στον χιονόδρομο («χιονοδρομικό κέντρο») …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκραουμπίντεν — (Graubünden).Καντόνι (7.105 τ. χλμ., 186.710 κάτ. το 2000) της Ελβετίας. Το έδαφος του Γ. είναι ορεινό με περισσότερες από 20 αλπικές κορυφές, ύψους πάνω από 2.700 μ. Οι πολυάριθμες ποτάμιες κοιλάδες του είναι μικρής έκτασης, με μεγαλύτερες τις… …   Dictionary of Greek

  • σκι — το (λ. γαλλ.), άκλ. 1. χιονοπέδιλα: Αγόρασε καινούρια σκι. 2. χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα: Πήγαν στο Πήλιο, για να κάνουν σκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιονοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στο χιονοδρόμο: Εδώ γίνονται χιονοδρομικοί αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»